κάμπιος — κάμπος a sea monster neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπιμος — και κάμπιος και κάμπειος, η, ον (Α) [καμπή] αυτός που κάμπτεται, που έχει καμπή ή καμπές, στροφές, στριψίματα, πολύστροφος … Dictionary of Greek